Metro - Urban Rail

Σπυρίδων Σαμάρας - Spyridon Samaras


Τίτλος έργου: Σπυρίδων Σαμάρας
Θέση: Εθνικός Κήπος
Έτος Κατασκευής: 1917
Υλικό Κατασκευής: Μάρμαρο
Καλλιτέχνης: Μιχάλης Τόμπρος

Ο Σπυρίδων Σαμαράς αποδίδεται να κοιτά λοξά αριστερά. με παχύ μουστάκι, μεγάλο μέτωπο και μάτια, ελαφρώς καταπονημένα. Φοράει πουκάμισο, γραβάτα, γιλέκο και σακάκι. Το έργο εδράζεται σε μία μαρμάρινη βάση, πάνω από την οποία υπάρχει το όνομά του. Στη δεξιά πλευρά του σακακιού του, υπάρχει η υπογραφή του δημιουργού του.

Ο Σπυρίδων - Φιλίσκος Σαμάρας (1861 - 1917), υπήρξε ένας από τους διαπρεπέστερους Έλληνες συνθέτες και ο κορυφαίος συνθέτης της Επτανησιακής Σχολής. Διακρίθηκε στο χώρο της όπερας. Γεννήθηκε στην Κέρκυρα στις 17 Νοεμβρίου / 29 Νοεμβρίου 1861. Γιος του γεννημένου στη Βιέννη, αλλά με καταγωγή από τη Σιάτιστα, "γραμματέα υποπρόξενου" του Ελληνικού Βασιλικού Προξενείου, Σκαρλάτου Σαμάρα, και της γεννημένης στην Κωνσταντινούπολη Φαννής Ελάου. Πρώτος του δάσκαλος στη μουσική υπήρξε ο επίσης Κερκυραίος μουσουργός Σπυρίδων Ξύνδας, ο οποίος του συνέστησε να συνεχίσει στο Ωδείο Αθήνων. Τελικά το 1874 ενεγράφη στο Ωδείο Αθηνών και παρακολούθησε συστηματικά μαθήματα από το 1875. Δάσκαλοί του ήταν ο Φρειδερίκος Βολωνίνης (βιολί), ο Άγγελος Μασκερόνι και ο Ερρίκος Στανκαμπιάνο (θεωρητικά, ενορχήστρωση και πιάνο). Το 1895 ανατέθηκε από την Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή στον Σαμάρα η σύνθεση ενός Ολυμπιακού Ύμνου με την ευκαιρία της πραγματοποίησης στην Αθήνα των Πρώτων Σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων (Απρίλιος 1896). Μετά την ανάθεση στον Σαμάρα η επιτροπή επέλεξε να μελοποιηθεί το ομότιτλο ποίημα του Κωστή Παλαμά. Ο ύμνος αυτός καθιερώθηκε ως επίσημος Ολυμπιακός Ύμνος μόλις το 1958 στο Τόκυο, δηλαδή εξήντα δύο χρόνια μετά την παγκόσμια «πρώτη» του και σαράντα ένα χρόνια μετά τον θάνατο του συνθέτη του. Αποκορύφωμα της συνθετικής του καριέρας ήταν το ανέβασμα της τρίπρακτης όπερας "Rhea" (Ρέα) τον Απρίλιο του 1908 στο θέατρο "Verdi" της Φλωρεντίας. Τον Σαμάρα συγχαίρουν για τη μουσική του σημαντικοί Ιταλοί συνθέτες όπως ο Πουτσίνι και ο Μασκάνι, αναδεικνύοντάς τον ως ομότιμό τους. Κατόπιν το έργο ανεβάστηκε στο Βερολίνο, ενώ στην Αθήνα πρωτοπαίχτηκε το 1911. Απεβίωσε στην Αθήνα στις 25 Μαρτίου / 7 Απριλίου 1917, σε ηλικία 56 ετών από τη νόσο του Bright (χρονία νεφρίτις).

Ο Μιχάλης Τόμπρος (Αθήνα, 1889 – Αθήνα, 28 Μαΐου 1974) ήταν γλύπτης της γενιάς του Μεσοπολέμου, καθηγητής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών και ακαδημαϊκός. Κατάγονταν από μεγάλη οικογένεια μαρμαρογλυπτών από το Κόρθι της Άνδρου. Από το 1903 έως το 1909, σπούδασε γλυπτική και σχέδιο στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και μετά συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι. Έζησε κατά διαστήματα στη γαλλική πρωτεύουσα έως το 1928. Με παρέμβαση του μεταξικού καθεστώτος, διορίσθηκε καθηγητής της γλυπτικής στην Α.Σ.Κ.Τ. το 1938 και την ίδια χρονιά, πάλι με την υποστήριξη της δικτατορίας του Μεταξά, εκπροσώπησε την Ελλάδα στην Μπιενάλε της Βενετίας. Το 1943, στο μέσο της Κατοχής, διορίστηκε διευθυντής Καλών Τεχνών του Υπουργείου Παιδείας. Από το 1957 έως το 1959 διετέλεσε διευθυντής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών και το 1960 σταμάτησε να διδάσκει. Το 1968 εκλέχτηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Το έργο του, σε μάρμαρο, μπρούτζο, γύψο ή πηλό, είναι σημαντικό και ευρύ. Τα γλυπτά που έκανε κατά παραγγελία (προτομές, ανδριάντες και ηρώα) έχουν ρεαλιστικό ή ακαδημαϊκό χαρακτήρα. Αντιθέτως, οι ελεύθερες συνθέσεις του έχουν τον αέρα των νεωτεριστικών κινημάτων του Παρισιού της εποχής του Μεσοπολέμου. Το 1979, πολλά έργα του δωρίστηκαν στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Άνδρου, όπου και φυλάσσονται σε ειδική πτέρυγα. Η καλλιτεχνική του δημιουργία χαρακτηρίζεται από ένα σαφή δυϊσμό. Παραμένοντας ανθρωποκεντρικός, δημιούργησε συνθέσεις ελεύθερες, ιδιαίτερα γυναικείες μορφές, που απηχούν κυρίως το πλαστικό ύφος του Αριστίντ Μαγιόλ, και έργα που προέρχονται από παραγγελίες, στα οποία ακολουθεί το γενικά παραδεδεγμένο ακαδημαϊκό ύφος. Από την άλλη πλευρά, η επιθυμία συμπόρευσης με τα ρεύματα της πρωτοπορίας τον οδήγησε σε κάθε είδους πειραματισμούς. Έτσι δημιούργησε συνθέσεις με αφαιρετικό χαρακτήρα, κυβιστικές και σουρεαλιστικές επιρροές, που αναφέρονται σε μορφές από το ζωικό και φυτικό κόσμο, αλλά και σε πλάσματα της φαντασίας ή παράξενα σχήματα, που όμως προδίδουν μια μάλλον επιφανειακή πρόσληψη των πρωτοποριακών τάσεων.


Φωτογράφος: Σοφία Γ. Μπατσίλα