Metro - Urban Rail

Νίκος Καζαντζάκης - Nikos Kazantzakis


Τίτλος έργου: Νίκος Καζαντζάκης
Θέση: Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων, οδός Μασσαλίας (προαύλιο)
Έτος Τοποθέτησης: 1998
Υλικό Κατασκευής: Ορείχαλκος
Καλλιτέχνης: Θανάσης Απάρτης

Ο γλύπτης φιλοτέχνησε το άγαλμα το 1956, που εκτέθηκε το 1965 στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο Αθηνών, το 1969 στο Κολλέγιο Αθηνών και το 1977 στο Γαλλικό Ινστιτούτο. Αντίτυπο σε ορείχαλκο βρίσκεται επίσης στην πλατεία Ηρακλείου. Στην αριστερή πλευρά της προτομής, η υπογραφή του γλύπτη «ΑΠΑΡΤΗΣ». Εδραζόταν σε ορθογώνια βάση, πάνω σε χαμηλό βάθρο. Στην πρόσοψή της αναγράφεται «ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ 1883 – 1957». Και πιο κάτω «ΕΠΙ ΔΗΜΑΡΧΙΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Λ. ΑΒΡΑΜΟΠΟΥΛΟΥ ΕΤΟΣ 1998». Η προτομή εκλάπη από το Πνευματικό Κέντρο το 2012 (μαζί με άλλες), πιθανότατα για λαθραίο εμπόριο και εκμετάλλευση του ορείχαλκου. Στην αριστερή πλευρά της βάσης «ΧΟΡΗΓΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ PHILIP MORRIS Hellas ΑΕΒΕ».
 
Ο Νίκος Καζαντζάκης (1883 – 1957) γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης. Στο Ηράκλειο έβγαλε το γυμνάσιο και το 1902 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ξεκίνησε νομικές σπουδές. Εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1906 δημοσιεύοντας το δοκίμιο Η Αρρώστια του Αιώνος και το πρώτο του μυθιστόρημα Όφις και Kρίνο (με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβάμη).Τον επόμενο χρόνο (1907) ξεκίνησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, δημοσίευσε αρκετές κριτικές μελέτες σε διάφορα περιοδικά και εξέδωσε το 1909 τη διατριβή του επί υφηγεσία Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη Φιλοσοφία του Δικαίου και της Πολιτείας. Το 1910 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, το 1912, κατατάχτηκε εθελοντής, αποσπασμένος στο γραφείο του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου. Στη συνέχεια, πρωτοστάτησε στην κίνηση για την ίδρυση του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Το 1919 ο Ελευθέριος Βενιζέλος διόρισε τον Καζαντζάκη Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Περιθάλψεως με αποστολή τον επαναπατρισμό Ελλήνων από την περιοχή του Καυκάσου. Το 1930 θα δικαζόταν, πάλι, ο Καζαντζάκης για αθεϊσμό, για την «Ασκητική». Η δίκη ορίσθηκε για τις 10 Ιουνίου, αλλά κι αυτή δεν έγινε ποτέ.Το 1931 επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε εκ νέου στην Αίγινα, όπου ανέλαβε τη συγγραφή ενός γαλλοελληνικού λεξικού. Mετέφρασε ακόμα τη Θεία Κωμωδία του Δάντη. Μετά την αποχώρηση των Γερμανών, δραστηριοποιήθηκε έντονα στην ελληνική πολιτική ζωή, αναλαμβάνοντας την προεδρία της Σοσιαλιστικής Εργατικής Κίνησης, ενώ διετέλεσε και υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου της κυβέρνησης του Σοφούλη από τις 26 Νοεμβρίου του 1945 έως τις 11 Ιανουαρίου του 1946. Παραιτήθηκε από το αξίωμά του μετά από την ένωση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Το Μάρτιο του 1945 προσπαθεί να πάρει μια θέση στην Ακαδημία της Αθήνας, αλλά αποτυγχάνει για δύο ψήφους. Τρεις φορές προτάθηκε ο Καζαντζάκης για το Βραβείο Νόμπελ. Την πρώτη απ' την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, που τον έχει Πρόεδρο, έχοντας συνυποψήφιό του τον Άγγελο Σικελιανό. Επίσης δυο φορές προτάθηκε, το 1952 και 1953, απ' τη Νορβηγική Εταιρεία Λογοτεχνών, ποτέ όμως απ' την Ακαδημία Αθηνών. Τον επόμενο χρόνο διορίστηκε στην UNESCO με αποστολή την προώθηση μεταφράσεων κλασικών λογοτεχνικών έργων, με απώτερο στόχο τη γεφύρωση των διαφορετικών πολιτισμών. Το 1956 τιμήθηκε με το Βραβείο Ειρήνης στη Βιέννη, ένα βραβείο το οποίο προερχόταν από το σύνολο των τότε Σοσιαλιστικών χωρών. Καθώς μια από αυτές ήταν η Κίνα επιχείρησε δεύτερο ταξίδι εκεί τον Ιούνιο του 1957, προσκεκλημένος της κινεζικής κυβέρνησης. Επέστρεψε με κλονισμένη την υγεία του. Νοσηλεύτηκε στην Κοπεγχάγη της Δανίας και το Φράιμπουργκ (Freiburg im Breisgau) της Γερμανίας, όπου τελικά κατέληξε στις 26 Οκτωβρίου του 1957 σε ηλικία 74 ετών. Η σορός του μεταφέρθηκε στο στρατιωτικό αεροδρόμιο της Ελευσίνας. Στον τάφο του Νίκου Καζαντζάκη χαράχθηκε, όπως το θέλησε ο ίδιος, η επιγραφή «Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος».

Ο Θανάσης Απάρτης γεννήθηκε στη Σμύρνη στις 24 Οκτωβρίου 1899. Θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της μεταροντενικής γαλλικής γλυπτικής στην Ελλάδα του 20ού αιώνα, αναπτύσσοντας στα έργα του ένα ανθρωποκεντρικό προσωπικό ύφος και μια μνημειακή απεικόνιση των μορφών. Μετά την καταστροφή της Σμύρνης, η οικογένεια του Απάρτη εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Σε νεαρή ηλικία έφυγε για το Παρίσι, όπου σπούδασε με επιχορήγηση της Έλενας Βενιζέλου στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού κοντά στους γλύπτες Πολ Λαντοβσκί και Μπουσάρ. Στη συνέχεια, τελειοποίησε τις τεχνικές του στις Ακαδημίες του Παρισιού. Ο Απάρτης εργάστηκε συνολικά στο Παρίσι και σε δύο περιόδους επί τριάντα δύο χρόνια (1919 – 1940 και 1945 – 1956). Το 1940 επέστρεψε στην Ελλάδα. Το 1961 εκλέχθηκε καθηγητής και δίδαξε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, ενώ το 1967 εκλέχθηκε αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Παρισιού. Έλαβε τις τιμητικές διακρίσεις του Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής (Γαλλία, 1939) και του Ταξιάρχη του Φοίνικα (1960). Παρουσίασε πολλές φορές τα έργα του στο Παρίσι και στην Αθήνα σε ομαδικές ή ατομικές εκθέσεις, ενώ το 1950 εκπροσώπησε την Ελλάδα στην Μπιενάλε της Βενετίας. Πέθανε στην Αθήνα την 1 Απριλίου 1972.

Φωτογράφος: Έφη Δουβόγιαννη